- αποστλέγγισμα
- ἀποστλέγγισμα, το (Α)η ακαθαρσία του δέρματος που βγαίνει με τη στλεγγίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποστλεγγισμάτων — ἀποστλέγγισμα scrapings with the neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)